Η δίκη ξεκινά και ο Μιλτιάδης καλείται να καταθέσει. «Θέλω καταρχάς να πω ότι ονομάζομαι Λεωτσάκος, αλλά είμαι ετεροθαλής αδελφός με τον Σωτήρη Βαφέα, το θύμα. Από την ίδια μάνα, αλλά διαφορετικό πατέρα» τονίζει ξεκινώντας, καταθέτει όλοι την αλήθεια και κλείνοντας επισημαίνει:

«Έχω μετανιώσει γι’ αυτό, αλλά όποτε σκεφτόμουν κι αποφάσιζα να μιλήσω στην αστυνομία, έβλεπα ότι δεν είχα στοιχεία. Μόνο τα λόγια του Σωτήρη, τίποτε άλλο».

Διαβάστε πρώτοι στο pythia.gr όλα όσα θα δούμε και όλες τις εξελίξεις στη Γη τη ελιάς.

Τον λόγο παίρνει ο συνήγορος, ο οποίος από την αρχή προσπαθεί να στριμώξει τον Μιλτιάδη. «Κύριε μάρτυς, μια χαρά μας τα είπατε: όλοι ένοχοι και στυγνοί εγκληματίες κι εσείς αθώα περιστερά».

Όμως καθώς μιλάει ειρωνικά, παρεμβαίνει η πρόεδρος του δικαστηρίου. «Κύριε συνήγορε, σας έχω παρακαλέσει να μην είστε ειρωνικός με τους μάρτυρες…», του ζητά κι εκείνος του απαντά: «Κι εγώ σας έχω παρακαλέσει να μην προβάλετε προσκόμματα στην άσκηση του καθήκοντός μου. Το κάνετε κατ’ επανάληψη και δε θέλω να σκεφτώ ότι υπάρχει προκατάληψη…μιας και φτάσαμε εδώ, υποβάλλω αίτημα εξαιρέσεώς σας, κυρία Πρόεδρε» και η δίκη διακόπτεται…

Ο Μάνος έξαλλος μετά την «ήττα» του από τη Αμαλία πηγαίνει στο ανθοπωλείο και εξηγεί στην Μαρίνα τι συνέβη. «Δε θα μπορούμε να της μιλήσουμε τώρα! Θα φοβόμαστε ότι μας ηχογραφεί», του λέει η Μαρίνα και γελάει, ενώ εκείνος είναι σκασμένος. «Μη σκας. Από εδώ και πέρα, να την ηχογραφείς κι εσύ στα μουλωχτά! Δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα το κάνει το λάθος και θα πετάξει καμιά χοντράδα», τον συμβουλεύει και ο Μάνος φαίνεται να το σκέφτεται σοβαρά.

Ο Χρήστος θυμωμένος με την Αφροδίτη που δανείστηκε από την Ισμήνη, παίρνει την πρωτοβουλία να επιστρέψει τα χρήματα, ζητώντας της να τον ενημερώσει αν ξανά συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Λυκούργος έπειτα από ότι συνέβη στη δίκη ανησυχεί μήπως τελικά γίνει δεκτό το αίτημα της πολιτικής αγωγής και αλλάξει η πρόεδρος.

«Ο τρόπος που διευθύνει τη διαδικασία είναι άψογος κι αυτό δεν αρέσει στους άλλους, που μάλλον θέλουν να μετατρέψουν τη δίκη σε «ροντέο», γιατί δεν έχουν επιχειρήματα…Τα χέρια μου είναι δεμένα αυτή τη στιγμή. Άσε, ας μην το συζητάμε καλύτερα…Στάθη… δυστυχώς όλα παίζονται!!!», εκμυστηρεύεται στον φίλο του.

Ο Μάνος επιστρέφει στο ελαιοτριβείο και καθώς πίνει στο γραφείο του τον καφέ του, μπουκάρει ξαφνικά η Αμαλία. «Μάνο, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται και πρέπει να το παραδεχτείς! Και δεν έχεις ετοιμάσει και το μαγνητόφωνο να με μαγνητοφωνήσεις, σε αιφνιδίασα πάλι. Πάω κομμωτήριο γιατί το πρωί δεν πρόλαβα. Ανοιχτό πόλεμο θέλησες, ανοιχτό πόλεμο θα έχεις! Φιλάκια!!», του λέει γελώντας και φεύγει, ενώ ο Μάνος πετάει το φλιτζάνι του καφέ που κρατά και εξοργίζεται ακόμα περισσότερο…