Kόντρα στα όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, πρόσφατη έρευνα, καταλήγει στο συμπέρασμα πως τα ετερώνυμα τελικά δεν έλκονται.

Πιο συγκεκριμένα, Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, διεξήγαγαν μελέτη όπου συμμετείχαν εκατομμύρια ζευγάρια, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας για περισσότερο από έναν αιώνα.

Μέσα από την όλη διαδικασία της ανασκόπησης, οι ερευνητές τελικά διαπίστωσαν πως στον ερωτικό τομέα, τις περισσότερες φορές, καταλήγουμε με κάποιον/α παρόμοιο/α με εμάς.

Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Human Behavior, το 89% των ζευγαριών παρουσίαζαν κοινά σε ό,τι αφορούσε τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, την ηλικία που έκαναν έρωτα για πρώτη φορά ή τα σωματικά τους χαρακτηριστικά.

Άλλοι τομείς όπου τα ζευγάρια έτειναν να είναι παρόμοια ήταν τα θρησκευτικά πιστεύω, το μορφωτικό τους επίπεδο, συνήθειες όπως το ποτό και το τσιγάρο, καθώς και ο δείκτης IQ.

Οι επιστήμονες, σχολιάζοντας τα ερευνητικά δεδομένα, δηλώνουν πεπεισμένοι πως τελικά, η διαδικασία επιλογής του άλλου μας μισού δεν γίνεται τυχαία και ότι ορισμένα χαρακτηριστικά, διαδραματίζουν πιο καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του/της ιδανικού/ής συντρόφου σε σχέση με άλλα.

Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως τα μέρη του ζευγαριού είναι μεταξύ τους πανομοιότυπα. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι σύντροφοι διαφέρουν μεταξύ τους σε χαρακτηριστικά όπως για παράδειγμα ο βαθμός εξωστρέφειας.

JohnnyGreig via Getty Images

Στόχος της έρευνας δεν είναι να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε ποιους ερωτευόμαστε, αλλά να σταθεί απέναντι σε όσους υποθέτουν ότι το «ζευγάρωμα» είναι τυχαίο.

Πώς διεξήχθη η μελέτη

Για τη συνολική διεξαγωγή της μελέτης, η ερευνητική ομάδα έκανε μια ανασκόπηση σχεδόν 200 εργασιών, με θέμα τις ομοιότητες και τις διαφορές που παρουσίαζαν μεταξύ τους εκατομμύρια ζευγάρια ανδρών-γυναικών, από το 1903.

Τα ομόφυλα ζευγάρια δεν συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα. Αυτή τη στιγμή οι συγγραφείς τα μελετούν ξεχωριστά, καθώς τα μοτίβα μπορεί να διαφέρουν σημαντικά.

Διαφορές που φάνηκαν να μην επηρεάζουν την επιλογή συντρόφου ήταν για παράδειγμα το αν κάποιος ήταν πιο πρωινός, ενώ ο άλλος πιο βραδινός τύπος ή παράγοντες όπως η δυσκολία στην ακοή και το χέρι με το οποίο γράφει κανείς.

Daniel Lozano Gonzalez via Getty Images

Οι κοινωνικές και διεπιστημονικές επιπτώσεις της μελέτης

Η εν λόγω μελέτη έχει εκτεταμένες κοινωνικές και διεπιστημονικές επιπτώσεις, που επιδρούν σε διάφορα πεδία. Οι επιδημιολόγοι ενδέχεται να αρχίσουν να μελετούν βιολογικούς δείκτες συσχετισμού των ζευγαριών, ενώ οι σύμβουλοι σχέσεων να στραφούν περισσότερο στο πώς η ομοιότητα μεταξύ των συντρόφων επηρεάζει τον βαθμό ικανοποίησης από τη σχέσης. Την ίδια στιγμή, οι οικονομολόγοι ίσως σπεύσουν να μελετήσουν το πώς συνδέονται τα ευρήματα με την κατανομή του πλούτου και την αγορά εργασίας.

Και σύμφωνα με τους επιστήμονες «Η παραδοχή της σημαντικής ομοιότητας μεταξύ των δύο συντρόφων σε πράγματα όπως το εισόδημα, η εκπαίδευση και η κοινωνική θέση ελλοχεύει ο κίνδυνος να οδηγήσει στη συγκέντρωση όλων αυτών των οικονομικών και κοινωνικών σε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού, επιδεινώνοντας έτσι τις ήδη υπάρχουσες οικονομικές, εκπαιδευτικές και υγειονομικές ανισότητες.

Προφανώς, η λύση στο πρόβλημα δεν είναι να εμποδίσουμε ορισμένες ομάδες ανθρώπων να συνάπτουν σχέσεις μεταξύ τους. Θα πρέπει όμως να υιοθετήσουμε πολιτικές που να περιορίζουν τις διακρίσεις, αυξάνοντας την προσβασιμότητα στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη.

Σε ατομικό επίπεδο, αν μας ελκύουν μόνο εκείνοι που μοιάζουν με το άτομό μας, οι ερευνητές συνιστούν να αναζητήσουμε διαφορετικές αναπαραστάσεις γύρω μας και να προσπαθήσουμε ενεργά να διατηρήσουμε την επίγνωση των δικών μας προκαταλήψεων όταν αλληλεπιδρούμε με τον υπόλοιπο κόσμο.