Η Αρετή εξοργισμένη μεταφέρει τα μαντάτα και στην Βασιλική: «Ο πατέρας σου, ανάθεμά τον, γκάστρωσε πάλι την Ιουλία Βρεττάκου! Έχουμε κι άλλο μπάσταρδο καθ’ οδόν..», λέει και η Ασπασία προσπαθεί να την ηρεμήσει, ενώ η Βασιλική που ήδη ξέρει τα νέα της λέει ότι ίσως πρόκειται για αβάσιμα κουτσομπολιά.

Διαβάστε πρώτοι στο pythia.gr όλα όσα θα δούμε και όλες τις εξελίξεις στη Γη τη ελιάς.

«Να μου κάμετε την χάρη! Μου το ‘πε ο Πότης, που του το είπε η Νίτσα, που δουλεύει στον γυναικολόγο! Βασιλική, μολόγα, το ήξερες;», την ρωτά αλλά η Βασιλική το αρνείται και της απαντά:

«Κι έτσι να είναι, μαμά, τι σε νοιάζει πια; Έχεις χωρίσει εδώ και δύο χρόνια με τον μπαμπά. Δεν καταλαβαίνω». Εκείνη όμως είναι εκτός εαυτού: «Το τι κάνει ο Στάθης μ’ αυτή την σκαμπουγιασμένη ντώσα, την Ιουλία, θα με αφορά μέχρι να πεθάνω!», συνεχίζει να λέει και η Βασιλική με την Ασπασία κοιτάζονται με απόγνωση.

Η Βασιλική φοβούμενη για τον χαμό που έρχεται, σπεύδει να ενημερώσει τηλεφωνικά τον Στάθη: «Μπαμπά, η μαμά έμαθε ότι η Ιουλία είναι έγκυος. Έκανα ότι δεν ξέρω τίποτα. Έκανε σαν λυσσασμένη», του λέει κι εκείνος κλείνοντας το τηλέφωνο ενημερώνει την Ιουλία για αυτή την εξέλιξη.

«Αν είναι δυνατόν!..Σε παρακαλώ πάρα πολύ, δεν θέλω τα μάτια της στραμμένα πάνω μου, μέχρι να φύγω να πάω στην Αθήνα. Σε παρακαλώ πάρα πολύ, βάλε τον Πότη να πάει να το διαψεύσει», του ζητάει ταραγμένη κι εκείνος φεύγει αμέσως να πάει να τον βρει.

Ο Στάθης αναστατωμένος φτάνει στο καφενείο και αμέσως τα ψέλνει στον Πότη: «Να ευχαριστείς τον Θεό που είμαι αυτός που είμαι.. αλλιώς θα σε είχα πλακώσει στις γρήγορες! Δεν ντρέπεσαι, ρε; Να βράσω τα παντελόνια που φοράς! Κάθεσαι και κουτσομπολεύεις σαν την μεγαλύτερη κουτσομπόλα..», του λέει κι εκείνος προσπαθεί να του εξηγήσει, όμως ο Στάθης δεν δέχεται κουβέντα.

«Δεν μ’ ενδιαφέρει! Την έκανες την ζημιά; Λοιπόν, Πότη, πρόσεξε καλά! Να βρεις έναν τρόπο και να πεις, αύριο κιόλας, στην Αρετή ότι έκανες λάθος στο επίθετο «Βρεττάκου» που σου είπε η άλλη κουτσομπόλα η Νίτσα. Κατάλαβες;», του λέει και ο Πότης ίσα που καταφέρνει να πει:

«Μάλιστα, κουμπάρε, μάλιστα!». «Μαλλιά! Α, να χαθείς! Πρόσεξε! Κοίτα να τα μπαλώσεις και να σε πιστέψει! Αλλιώς σου κόβω και την καλημέρα!», του ξεκαθαρίζει και φεύγοντας βροντάει έξαλλος την πόρτα.