Η πορεία προς τη κλιματικά ουδέτερη ελληνική οικονομία απαιτεί κυρίως την εξάλειψη των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Βασικός στόχος είναι η μείωση των εκπομπών κατά 95%, μέχρι το 2050. Η ελληνική μακροχρόνια στρατηγική προς τη κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050 περιλαμβάνει πολιτικές όπως: βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, εξηλεκτρισμός μεταφορών και θερμότητας, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθαρή κινητικότητα στον τομέα των μεταφορών, βιομηχανική ανταγωνιστικότητα, υποδομές σε δίκτυα, πολιτικές ολοκλήρωσης αγορών και βιοοικονομία.

Αρχικά, αναφορικά με τον τομέα της ηλεκτροκίνησης και τις σχετικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης για την προώθηση αυτής, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και ενέργειας της χώρας μας, κ. Κωνσταντίνος Σκρέκας, έχει τονίσει ότι τα μέχρι τώρα στοιχεία καταδεικνύουν πως και οι ίδιοι οι πολίτες θέλουν να ακολουθούν την αιχμή των εξελίξεων . Αυτό αποτελεί καταλύτη της δημιουργίας ενός υγειούς περιβάλλοντος διαβίωσης και παράλληλα, τοποθετεί τις βάσεις μιας σύγχρονης και ανταγωνιστικής οικονομίας. Γενικότερα, ο ηλεκτρικός τομέας διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη μετάβαση και μειώνει γρήγορα το ανθρακικό του αποτύπωμα. Η επέκταση του προγράμματος επιδοτήσεων για αγορά ηλεκτρικών οχημάτων, με σημαντική απορρόφηση πόρων ήδη από την πρώτη περίοδο εφαρμογής του, δείχνει ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Εκτός από τα οχήματα, αναλόγως προωθείται η εγκατάσταση φορτιστών οχημάτων από τους ιδιώτες και από τους Δήμους, καθώς και η εγκατάσταση μονάδων παραγωγής φορτιστών και συναφούς εξοπλισμού στις περιοχές της απολιγνιτοποίησης με ειδικά κίνητρα.

Επιπλέον, η ενεργειακή αναβάθμιση των παλαιών κτιρίων είναι εξαιρετικής σημασίας στο δρόμο για τη κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050. Το πρόγραμμα «Εξοικονομώ-Αυτονομώ» βελτιώνεται και τίθενται νέα κριτήρια επιλογής για τα νοικοκυριά τα οποία θα διεκδικήσουν τις επιδοτήσεις της ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών τους.

Επιπροσθέτως, το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας το καλύπτουν ώριμες σήμερα τεχνολογίες όπως τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά. Ειδικότερα, τα πλωτά φωτοβολταϊκά είναι νέα τεχνολογία, η οποία αναπτύσσεται στην Ευρώπη, κυρίως σε τεχνητές λίμνες υδροηλεκτρικών σταθμών, σε αρδευτικές λίμνες, όπως και σε λίμνες που έχουν δημιουργηθεί σε ορυχεία άνθρακα . Η Ελλάδα, αναμένεται να ακολουθήσει τα ευρωπαϊκά πρότυπα στη κατασκευή τους, παρά τις αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι τα επενδυτικά σχέδια για τα πλωτά φωτοβολταϊκά στη λίμνη Πολυφύτου . Σε σχέση με τις στρατηγικές επενδύσεις στα αιολικά, ενδεικτικά αναφέρεται το Καρυστία Project. Πρόκειται για τη δημιουργία ενός αιολικού πάρκου με 18 ανεμογεννήτριες και θα κατασκευαστεί από τον ενεργειακό βραχίονα του Ομίλου ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ (ΤΕΝΕΡΓ), με κόστος πάνω από μισό δισεκατομμύριο ευρώ (585 εκατομμύρια ευρώ) και ισχύ έργου στα 360 MW .

Τέλος, η βιοοικονομία έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία και την απασχόληση. Αυτό διότι βασίζεται σε εγχώρια προστιθέμενη αξία στη παραγωγή και στη βιομηχανική μετατροπή της βιομάζας σε ενεργειακά προϊόντα. Στα τελευταία περιλαμβάνονται και τα βιοκαύσιμα (βιοντίζελ, βιοαέριο βιοαιθανόλη), ένας κλάδος που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται στις μεταφορές . Η επένδυση του ομίλου ΗΡΑΚΛΗΣ, ύψους 2 εκατομμυρίων ευρώ, για την επεξεργασία και ενεργειακή αξιοποίηση βιομάζας και των εναλλακτικών καυσίμων. Με τον τρόπο αυτό, υποκαθιστά ορυκτά καύσιμα και μειώνει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στο Εργοστάσιο του Βόλου. Γενικότερα, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η παραγωγή ενέργειας από βιομάζα αποτελεί έναν από τους βασικούς άξονες ανάπτυξης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στη χώρα μας κι εντάσσεται στις προτεραιότητες του επιχειρησιακού σχεδίου της ΔΕΗ . Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, προκύπτει ότι τα βήματα που γίνονται προς τη κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050 πραγματοποιούνται γρηγορότερα από ποτέ, συνυπολογίζοντας τα ενδεχόμενα προβλήματα.