Από την έντυπη έκδοση

Επτά σημαντικές οδηγίες για τον χειρισμό υποθέσεων φορολογουμένων που έχουν διαπράξει ποινικά αδικήματα φοροδιαφυγής και θεωρούνται ύποπτοι για ξέπλυμα μαύρου ή βρόμικου χρήματος δίνει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων με εγκύκλιό της προς όλες τις φοροελεγκτικές υπηρεσίες. Στην εγκύκλιο (υπ’ αριθμόν Ε2038/5-2-2021) παρέχονται διευκρινίσεις για το πότε και με ποιον τρόπο οι ΔΟΥ και τα Ελεγκτικά Κέντρα θα πρέπει, σύμφωνα με τον ισχύοντα ν. 4557/2018, να παραπέμπουν στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες υποθέσεις μεγάλης φοροδιαφυγής προκειμένου να διερευνάται εάν οι εμπλεκόμενοι έχουν διαπράξει και το αδίκημα του ξεπλύματος μαύρου ή βρόμικου χρήματος. Σύμφωνα, ειδικότερα, με τα όσα αναφέρονται στην εγκύκλιο:

1. Οι Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ), το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) και το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ) οφείλουν να υποβάλλουν αναφορές για το ενδεχόμενο διάπραξης του αδικήματος του ξεπλύματος βρόμικου ή μαύρου χρήματος στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ενημερώνοντας συγχρόνως και τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης της ΑΑΔΕ, όταν διαπιστώνουν παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που υπάγονται στα παρακάτω αδικήματα φοροδιαφυγής:

α) Απόκρυψη φορολογητέων εισοδημάτων, μέσω μη υποβολής δήλωσης ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης, που έχει ως συνέπεια την αποφυγή βεβαίωσης και εν τέλει πληρωμής φόρου εισοδήματος μεγαλύτερου των 100.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος.

β) Απόκρυψη ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, μέσω μη υποβολής δήλωσης ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης Ε9, που έχει ως συνέπεια την αποφυγή βεβαίωσης και πληρωμής Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή Ειδικού Φόρου Ακινήτων (ΕΦΑ) μεγαλύτερου των 100.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος.

γ) Αποφυγή πληρωμής φόρου πλοίων ποσού μεγαλύτερου των 100.000 ευρώ.

δ) Αποφυγή πληρωμής φόρου κύκλου εργασιών, φόρου ασφαλίστρων και παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών ποσού μεγαλύτερου των 100.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος.

ε) Αποφυγή απόδοσης ΦΠΑ άνω των 50.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος.

στ) Έκδοση ή λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων συνολικής αξίας άνω των 75.000 ευρώ.

ζ) Έκδοση πλαστών φορολογικών στοιχείων συνολικής αξίας άνω των 75.000 ευρώ.

η) Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία εμπρόθεσμης πληρωμής τους, εφόσον το συνολικό ποσό των χρεών αυτών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της αναφοράς, υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ. Εξαιρούνται:

* τα χρέη τα οποία προκύπτουν από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια ή από διοικητικές αρχές και οι σχετικές με τα χρέη αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις.

* τα χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα των παραπάνω περιπτώσεων α έως και ζ, μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις

2. Τα υπουργεία, οι αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η ΑΑΔΕ, οφείλουν να αναφέρουν χωρίς καθυστέρηση στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες κάθε περίπτωση για την οποία υπάρχουν ενδείξεις ή υπόνοιες απόπειρας ή διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ανεξάρτητα από τις άλλες ενέργειες στις οποίες μπορούν αρμοδίως να προβούν.

3. Αναφορά για τη διερεύνηση του ενδεχομένου ξεπλύματος μαύρου ή βρόμικου χρήματος δεν πρέπει να αποστέλλεται από υπηρεσία της ΑΑΔΕ στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σε κάθε περίπτωση που:

α) ο υπόχρεος καταβάλλει τον φόρο που του καταλογίστηκε στα πλαίσια του φορολογικού ελέγχου, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των 30 ημερών από την κοινοποίηση σ’ αυτόν της οριστική πράξης προσδιορισμού του φόρου

β) ο υπόχρεος ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή, έως την έκδοση απόφασης ή την άπρακτη πάροδο του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος των τεσσάρων μηνών για την έκδοσή της από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (σιωπηρή απόρριψη),

γ) ο υπόχρεος αποδεχθεί τα κριθέντα (απόφαση ή σιωπηρή απόρριψη της προσφυγής) από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και καταβάλει τον σχετικό φόρο,

δ) από τον έλεγχο προκύπτουν διαφορές φόρου εισοδήματος που οφείλονται σε συνήθεις λογιστικές διαφορές, καθώς και στις περιπτώσεις εξωλογιστικού προσδιορισμού των αποτελεσμάτων, όπου οι διαφορές φόρων δεν συνδέονται με αποδεδειγμένη πραγματική απόκρυψη.

4. Αντίθετα, αναφορά για τη διερεύνηση του ενδεχομένου ξεπλύματος μαύρου ή βρόμικου χρήματος θα πρέπει να αποστέλλεται σε περίπτωση:

α) που ο υπόχρεος δεν αποδεχτεί την απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, δηλαδή σε περίπτωση που δεν καταβάλει τα καταλογισθέντα ποσά ή προσφύγει κατά της απόφασης αυτής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων,

β) εξωλογιστικού προσδιορισμού λόγω μη επίδειξης βιβλίων και στοιχείων στον έλεγχο ή μη τήρησης αυτών,

γ) εφαρμογής των έμμεσων τεχνικών ελέγχου για τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, εφόσον το ποσό του αναλογούντος φόρου υπερβαίνει τα κατά περίπτωση οριζόμενα όρια, όπως αυτά αναφέρονται στην παραπάνω παράγραφο 1 (περιπτώσεις α έως ζ).

5. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης χρέους άνω των 200.000 ευρώ είναι νομικό πρόσωπο θα αποστέλλεται μία αναφορά του ν.4557/2018 για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και όχι χωριστές αναφορές για κάθε φυσικό πρόσωπο που εκπροσωπεί την επιχείρηση.

6. Για τα φυσικά πρόσωπα – οφειλέτες πρέπει να αποστέλλεται αναφορά αποκλειστικά για τα ατομικά χρέη. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις:

α) χρεών λόγω συνυπευθυνότητας σε χρέη νομικού προσώπου για το οποίο δεν έχει ή δεν μπορεί να αποσταλεί αναφορά κατά τα ανωτέρω και

β) χρεών από άλλη αιτία (λ.χ. κληρονόμος, σύζυγος σε κοινή εκκαθάριση φόρου εισοδήματος), για τις οποίες η αναφορά θα εκδίδεται στον ΑΦΜ του πραγματικού οφειλέτη, ενώ ο συνημμένος πίνακας χρεών θα εμφανίζει τα χρέη στον ΑΦΜ, στον οποίο έχουν βεβαιωθεί.

7. Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες οφείλει να ενημερώνει εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών την ΑΑΔΕ για τις περιπτώσεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων, που προέρχονται από φορολογικά αδικήματα, τελωνειακά αδικήματα ή αδικήματα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, προκειμένου η ΑΑΔΕ να προβεί στις δικές της περαιτέρω ενέργειες για την αξιοποίηση των πληροφοριών.