Οι φωνές του Ρήγα γεμίζουν τους διαδρόμους του Grand Hotel, ενώ το πνεύμα της Λυδίας μοιάζει να του ψιθυρίζει πως η Αλίκη έχει ήδη βρει άλλον άντρα. Ο Διονύσης είναι αποφασισμένος να τον οδηγήσει στην τρέλα και να ξυπνήσει όλα τα φαντάσματα του παρελθόντος του, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες που μπορεί να έχει το σχέδιό του.
Grand Hotel: Ο Ρήγας στο χείλος της παράνοιας
Για να πετύχει τον στόχο του, ο Διονύσης κατεβαίνει σε ένα σκοτεινό σοκάκι και πλησιάζει μια γυναίκα του δρόμου. Της δίνει χρήματα και της εξηγεί λεπτομερώς τον ρόλο που θα παίξει. Της ζωγραφίζει στο μάγουλο μια ελιά, ώστε να μοιάζει με τη Λυδία, και της παραδίδει ρούχα που ανήκαν στην ίδια. Θέλει η ομοιότητα να είναι τόσο έντονη, που ο Ρήγας να χάσει κάθε αίσθηση πραγματικότητας.
Η νεαρή γυναίκα έχει ήδη φτάσει στο κρυφό δωμάτιο όταν ο Ρήγας αποφασίζει να την ακολουθήσει. Ο Διονύσης, όμως, έχει φροντίσει να του ρίξει κάτι στον καφέ, με αποτέλεσμα να μην έχει καθαρή σκέψη. Μέσα στην παραζάλη του νομίζει ότι βλέπει τη Λυδία μπροστά του. Την παρακολουθεί χωρίς δεύτερη σκέψη καθώς εκείνη φεύγει από το δωμάτιο και κατευθύνεται προς τη σουίτα του, αποφασισμένος να μάθει τι συμβαίνει.
Όταν φτάνει, τη βλέπει να κάθεται μπροστά στον καθρέφτη και να βάζει λίγο άρωμα. Εκείνη γυρίζει προς το μέρος του με ψυχρό χαμόγελο και τον πλησιάζει, κρατώντας ένα μαχαίρι. «Κι εγώ και η Αλίκη σε προδώσαμε» του λέει ήρεμα. «Εμένα με τελείωσες, εκείνη γιατί τη λυπάσαι; Δεν σου είναι πιστή Ρήγα. Έχει άλλον πια. Ναι, άκουσες καλά, μετά τον Πέτρο βρήκε καινούργιο εραστή. Δεν το πιστεύεις, ε; Κι όμως, δεν σε θέλει πια». Τα λόγια της τον χτυπούν σαν γροθιά, μα δεν μπορεί να ξεχωρίσει αν όντως τη βλέπει ή αν παραληρεί.
Ο Ρήγας αρχίζει να χάνει την ψυχραιμία του. Το μυαλό του μπλέκεται ανάμεσα στην οργή και στην τρέλα, προσπαθώντας να κατανοήσει πώς η Λυδία, που είναι νεκρή, στέκεται μπροστά του. «Πες μου ποιος είναι, Λυδία!» φωνάζει καθώς εκείνη απομακρύνεται και χάνεται στο σκοτάδι του διαδρόμου. Η πίεση τον καταβάλλει, το σώμα του δεν τον κρατάει και σωριάζεται στο πάτωμα. Εκεί τον βρίσκει η Κυβέλη, που τον σηκώνει προσεκτικά και τον πηγαίνει στο δωμάτιό του. Μένει δίπλα του σιωπηλή, σαν να θέλει να τον προστατεύσει, παρά όσα τους χωρίζουν.
