Ο Απόστολος βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση και, νιώθοντας ότι ο χρόνος του τελειώνει, συνεννοείται κρυφά με τον γιατρό του για να αποκρύψουν τη σοβαρότητα της ασθένειάς του. Μετά το καρδιακό επεισόδιο που παθαίνει στο σπίτι, μεταφέρεται εσπευσμένα στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί προσπαθούν να τον σταθεροποιήσουν.

Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι: Η αλήθεια που δεν αντέχει η Μελισσάνθη

Η Μελισσάνθη δεν φεύγει λεπτό από δίπλα του. Αγρυπνά στο πλευρό του, γεμάτη φόβο και ενοχές, ώσπου ο Απόστολος αρχίζει σιγά σιγά να συνέρχεται. Μόλις ανοίγει τα μάτια του, εκείνη του πιάνει το χέρι και του ψιθυρίζει πως θα είναι πάντα κοντά του, ό,τι κι αν γίνει. Αργότερα, μιλά με τη Χλόη για το πόσο την τρομάζει όλη αυτή η κατάσταση. Η Χλόη προσπαθεί να την παρηγορήσει, λέγοντάς της πως ο Απόστολος κρατά μέσα του πόνο και δεν θέλει να τη δει να υποφέρει.

Η Μελισσάνθη, γεμάτη τύψεις, πιστεύει ότι εκείνη ευθύνεται για την κατάρρευσή του. Παραδέχεται πως τώρα καταλαβαίνει πόσο σημαντικό είναι να βλέπει τον άντρα της ήρεμο και χαρούμενο, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να σηκώσει εκείνη όλο το βάρος. Μετά από πίεση, δέχεται διστακτικά να επιστρέψει στο σπίτι για λίγο, ενώ στο νοσοκομείο μένει η Χλόη για να τον προσέχει.

Όταν ο γιατρός μπαίνει στο δωμάτιο, η Χλόη βγαίνει έξω, αφήνοντας τον Απόστολο μόνο του μαζί του. Εκείνος τον ευχαριστεί που δεν αποκάλυψε στη Μελισσάνθη την αλήθεια για την καρδιά του. Της έχει πει πως απλώς εξαντλήθηκε από την πολλή δουλειά, και θέλει να μείνει έτσι.

Ο γιατρός όμως τον προειδοποιεί ότι η κατάσταση είναι κρίσιμη: τα φάρμακα πλέον δεν αρκούν και πρέπει να χειρουργηθεί άμεσα. Παρ’ όλα αυτά, ο Απόστολος επιμένει να κρατήσει μυστικό το πρόβλημα από τη γυναίκα του και φεύγει από το νοσοκομείο με την αγωγή του, προσπαθώντας να σταθεί δυνατός.