Η ένταση ανάμεσα στον Σταύρο και την Ασπασία κορυφώνεται, καθώς οι δυο τους φτάνουν στα άκρα και η τραγωδία δεν αργεί να έρθει. Ο Σταύρος νιώθει πως δεν αντέχει άλλο τη δουλειά της γυναίκας του και κάθε συζήτηση καταλήγει σε καβγά. Το σπίτι τους έχει γίνει πεδίο μάχης, γεμάτο φωνές και κατηγορίες, ενώ η αγάπη τους μοιάζει να έχει χαθεί μέσα στην πίκρα και την απογοήτευση.

Το Σπίτι δίπλα στο ποτάμι: Το πάθος οδηγεί στον θάνατο

Μέρα με τη μέρα, ο Σταύρος χάνει τον έλεγχο. Η ζήλια και η ψυχρή στάση της Ασπασίας τον τσακίζουν, οδηγώντας τον σε απόγνωση. Ένα βράδυ, μετά από πολύ ποτό, βρίσκει καταφύγιο στη Δέσποινα. Η στιγμή ξεφεύγει, και εκείνος τη φιλάει με τρόπο που αποκαλύπτει όσα κρύβει καιρό μέσα του. Η εξομολόγηση που της κάνει αφήνει τη Δέσποινα άφωνη και αλλάζει τα πάντα στη ζωή όλων.

Ο Σταύρος ξεσπά στην Ασπασία μέσα στο νοσοκομείο, κατηγορώντας την πως δήθεν “έπεσε τυχαία” πάνω στον Λεωνίδα και στη μηχανή του. Εκείνη όμως δεν προσπαθεί να καλυφθεί ούτε να βρει δικαιολογίες. Του ξεκαθαρίζει πως δεν έχει συμβεί τίποτα ανάμεσά τους και ότι εκείνη ήταν που ζήτησε να οδηγήσει το μηχανάκι. Ο Σταύρος, παρότι η ζήλια του δεν έχει φύγει, δείχνει ότι φοβάται να τη χάσει και της προτείνει να τη μάθει ο ίδιος οδήγηση, αλλά με αυτοκίνητο αυτή τη φορά.

Η Ασπασία όμως του απαντά πως δεν της είναι εύκολο να μάθει και εκείνος παρεξηγεί τη στάση της. Της επιτίθεται ξανά, λέγοντάς της ειρωνικά πως “προτιμά να ανεβαίνει σε μηχανάκια και να καταλήγει στο νοσοκομείο”. Εκείνη εξοργίζεται και του απαντά πως έχει πάρει το μάθημά της και πως είναι καιρός να το πάρει κι εκείνος, πριν τον αφήσει και φύγει.

Λίγη ώρα μετά, ο Σταύρος προσπαθεί να τα ξαναβρούν, λέγοντάς της ότι κουράστηκε με τους καβγάδες και πως, αν το πρόβλημα είναι το τραγούδι, εκείνη παραιτήθηκε από μόνη της. Η Ασπασία αντιδρά έντονα, επιμένοντας πως παραιτήθηκε μόνο επειδή εκείνος το ήθελε, κάνοντάς τον να συνειδητοποιήσει ότι τα πράγματα έχουν φτάσει σε οριακό σημείο.