Η Γη της Ελιάς επόμενα επεισόδια: Η Βασιλική συναντάει τυχαία τον Μιλτιάδη και τον καλεί για φαγητό στο σπίτι. Εκείνος αρχικά δεν το βρίσκει καλή ιδέα, καθώς φοβάται μήπως ζηλέψει και πάλι ο Φίλιππος, αλλά η Βασιλική επιμένει… Διαβάστε πρώτοι στο pythia.gr όλα όσα θα δούμε και όλες τις εξελίξεις στη Γη τη ελιάς.

Γη της Ελιάς: Ο Φίλιππος παίρνει 48ωρη άδεια…

Η Άννα και ο Πότης κλείνουν το καφενείο και τρέχουν στο κοσμηματοπωλείο για να ξεσφηνώσουν το δαχτυλίδι, ενώ η Αρετή έχει λυσσάξει να ανακαλύψει ποιος της έκλεψε την συνταγή της βραβευμένης πίτας. Λίγο αργότερα, η Βασιλική συναντάει τυχαία τον Μιλτιάδη και τον καλεί για φαγητό στο σπίτι. Εκείνος αρχικά δεν το βρίσκει καλή ιδέα, καθώς φοβάται μήπως ζηλέψει και πάλι ο Φίλιππος, αλλά η Βασιλική επιμένει. «Μα, είναι δυνατόν; Σπίτι μας θα έρθεις, θα είναι κι η πεθερά μου εκεί… θα πω και στον πατέρα μου!», του λέει και ο Μιλτιάδης δέχεται την πρόσκληση.

Την ίδια ώρα, ο Φίλιππος και ο Παρασκευάς παίρνουν 48ωρη άδεια, ενώ ο Ισίδωρος ανήσυχος για την Μαρίνα, μεταφέρει στον Μάνο όσα του είπε η Αμαλία: «Η Αμαλία έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για τη Μαρίνα… μου είπε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο της επιλόχειας κατάθλιψης…Ας έχουμε το νου μας, μήπως πρέπει να πάει σε κάνα ψυχολόγο για συνεδρίες…», του λέει, αλλά εκείνος πιστεύει ότι χρειάζεται χρόνος. «Της το ‘φερα απ’ έξω – απ’ έξω κι είναι αρνητική. Είναι νωρίς ακόμα, χρειάζεται χρόνο…», του απαντά.

Έχει βραδιάσει και ο Δημοσθένης ζητάει από την Ξένια να ντυθεί και να στολιστεί. «Θα με κυκλοφορήσεις;;;», ρωτάει ενθουσιασμένη η νεαρή. «Εννοείται… αλλά με έναν όρο! Θέλω να φάω παϊδάκια στη γνωστή ταβέρνα που είχαμε πάει και την άλλη φορά στην Αρεόπολη!», της λέει ο Δημοσθένης και η Ξένια χαρούμενη μπαίνει στο μπάνιο να ετοιμαστεί.

Παράλληλα, ο Μιλτιάδης έχει πάει στο σπίτι της Χάιδως και η Βασιλική, μόλις καθίσουν στο τραπέζι σηκώνει το ποτήρι της και τον ευχαριστεί: «Μιλτιάδη όσα ευχαριστώ και να σου πω, δεν φτάνουν. Αν δεν ήσουν εκείνη τη μέρα στη βάρκα, σήμερα μπορεί να μην ήμουν εδώ. Θα σου είμαι για πάντα ευγνώμων», λέει και ο Στάθης συμπληρώνει: «Ρε μπαγάσα, έσωσες την κόρη μου, άγαλμα θα σου κάνω! Στην υγειά σου αγόρι μου!»

Στο μεταξύ, η Άννα και ο Πότης βρίσκονται στην ταβέρνα του Χρήστου και ο Αποστόλης αγωνιά να μάθει τι γιορτάζουν και τον κουβάλησαν άρον-άρον. «Είπα ναι!», του λέει η Άννα και δείχνει το δαχτυλίδι της. Την ίδια στιγμή, ο Κωνσταντίνος είναι προβληματισμένος και όταν η Ισμήνη τον ρωτά τι έχει εκείνος της απαντάει: «Αγωνία για την εξέλιξη της διαδικασίας, για την αλλαγή του επωνύμου της Αιμιλίας».

Στην ταβέρνα του Χρήστου καταφτάνει και ο Δημοσθένης με την Ξένια. Η Άννα βλέποντας τους ταράζεται και κάνει νόημα στον Πότη και τον Αποστόλη, ενώ ο Δημοσθένης σηκώνει το χέρι του και χαμογελαστός τους χαιρετάει. Εκείνη τη στιγμή μπαίνουν στην ταβέρνα η Αρετή με την Αναστασία. «Τι κάνεις ξάδερφε;Δεν θα με συστήσεις στην κοπέλα; Φίλη της κόρης σου; », ρωτάει έκπληκτη η Αρετή κι εκείνος της κόβει την φόρα:

«Όχι, φίλη δική μου είναι κι είχαμε μια πολύ σοβαρή συζήτηση! Τα λέμε άλλη ώρα…». Οι δύο γυναίκες κάθονται σε ένα τραπέζι, με την Αρετή να μην μπορεί να ηρεμήσει από το θέαμα που μόλις αντίκρισε: «Έτσι μου ‘ρχεται να πάω να του δώκω μια μουστρουχιά στον καρύγκιαφλα να του κόψω την ανάσα! Στάσου να τους φωτογραφίσω να έχω αποδεικτικά στοιχεία…», παραμιλάει και με το κινητό της φωτογραφίζει τον Δημοσθένη παρέα με την Ξένια.

Στο δίπλα τραπέζι η Άννα σχολιάζει ότι το επόμενο πρωί η Ασπασία θα μάθει για τα καμώματα του Δημοσθένη, ενώ η Ξένια πιστεύει ότι η Αρετή θα τους καρφώσει στην γυναίκα του: «Εσύ μην απασχολείς το όμορφο κεφαλάκι σου με αυτά…», της τονίζει ο Δημοσθένης…

Το επόμενο πρωί, ο Λυκούργος προσπαθεί και πάλι να στριμώξει την Χάιδω για την καραμπίνα που είδε να έχει στο αμάξι της, αλλά εκείνη δεν φαίνεται διατεθειμένη να δώσει εξηγήσεις: «Κορίτσι μου, τα όπλα είναι επικίνδυνα!», της λέει για ακόμα μία φορά. «Οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι! Αυτούς φοβάμαι! Ζούμε εδώ μέσα εγώ κι η Βασιλική, μόνες μας, με ένα μωρό παιδί! Οι εποχές έχουν αγριέψει! Δυο φορές μας κάψανε, τι άλλο πρέπει να γίνει δηλαδή για να ξυπνήσουμε;; Κάποιος μας κυνηγάει Λυκούργο! Άσε με στη δυστυχία μου!», του λέει η Χάιδω…