Το ενδιαφέρον ισχυρών παικτών της ενεργειακής αγοράς, όπως η ΔΕΗ Ανανεώσιμες και η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, προσελκύουν όλο και περισσότερο τα μικρά υδροηλεκτρικά έργα, καθώς προσφέρουν τη δυνατότητα αξιόπιστης παραγωγής «πράσινης» ενέργειας με όρους οικονομικής αποδοτικότητας.

Πράσινο φως πήρε πρόσφατα η δημιουργία μικρού υδροηλεκτρικού σταθμού ισχύος 10MW στον ποταμό Λάδωνα, στην Πελοπόννησο. Η αποκεντρωμένη διοίκηση Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου δημοσίευσε στη Διαύγεια τη χορήγηση άδειας στην κοινή εταιρεία ΔΕΗ Ανανεώσιμες – ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ για την εγκατάσταση μικρού υδροηλεκτρικού σταθμού (ΜΥΗΣ) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας συνολικής ισχύος 10 MW στον ποταμό Λάδωνα στη θέση «πλησίον των γεφυρών Σπάθαρη και Τουμπίτσι» στις Δ.Ε. Κοντοβαζαίνης και Τροπαίων του Δήμου Γορτυνίας, στην Περιφερειακή Ενότητα Αρκαδίας της περιφέρειας Πελοποννήσου.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο σταθμός αυτός υπολογίζεται να φτάνει σε παραγωγή τις 40 γιγαβατόρες ετησίως, ενώ για την κατασκευή του υπολογίζεται ότι θα δημιουργηθούν 150 νέες θέσεις εργασίας.

Εκτός της κοινοπραξίας αυτής, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες έχει στα σκαριά τέσσερις ακόμη μικρές υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις, συνολικής ισχύος 19 MW.

Η ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ έχει σήμερα σε λειτουργία δύο μικρά υδροηλεκτρικά, η κατασκευή των οποίων ξεκίνησε το 2006 (Ελεούσα – ισχύς 6,6 MW, Δαφνοζωνάρα – ισχύς 11,2 MW) και έχουν συνολική εγκατεστημένη ισχύ 18 MW. Σειρά άλλων υδροηλεκτρικών έργων της εταιρείας βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης, τόσο από πλευράς αδειοδότησης, όσο και από πλευράς τεχνικο-οικονομικού σχεδιασμού, καθώς και εξασφάλισης της αναγκαίας χρηματοδότησης, συνολικής ισχύος 190MW.

Σύμφωνα με το GreenBanking με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία στη χώρα μας, ως μικρά υδροηλεκτρικά νοούνται μικρές μονάδες που αξιοποιούν υδατορεύματα ή και μικρά φράγματα, για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και η ισχύς τους δεν ξεπερνά τα 15 μεγαβάτ (MW).

Τα μικρά υδροηλεκτρικά παρουσιάζουν κάποια σημαντικά πλεονεκτήματα όπως:

δυνατότητα άμεσης σύνδεσης – απόζευξης στο δίκτυο,

αυτόνομη λειτουργία,

αξιοπιστία,

παραγωγή ενέργειας άριστης ποιότητας χωρίς διακυμάνσεις,

άριστη διαχρονικά συμπεριφορά,

μεγάλη διάρκεια ζωής και

μικρός χρόνος απόσβεσης των αναγκαίων επενδύσεων που οφείλεται στο πολύ χαμηλό κόστος συντήρησης και λειτουργίας.

Όπως αναφέρει το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών και Eξοικονόμησης Eνέργειας (KAΠE), «η αξιοποίηση του μικρού υδροδυναμικού των χιλιάδων μικρών ή μεγαλύτερων υδατορρευμάτων και πηγών της ορεινής Ελλάδος περνά από την υλοποίηση αποκεντρωμένων, αναπτυξιακών μικρών υδροηλεκτρικών σταθμών πολλαπλής σκοπιμότητας, που μπορούν δηλαδή να λειτουργούν και για την ταυτόχρονη κάλυψη υδρευτικών, αρδευτικών και άλλων τοπικών αναγκών.

Οι πολύ υψηλοί βαθμοί απόδοσης των υδροστροβίλων, που μερικές φορές υπερβαίνουν και το 90%, και η πολύ μεγάλη διάρκεια ζωής των υδροηλεκτρικών έργων, που μπορεί να υπερβαίνει και τα 100 έτη, αποτελούν δύο χαρακτηριστικούς δείκτες για την ενεργειακή αποτελεσματικότητα και την τεχνολογική ωριμότητα των μικρών υδροηλεκτρικών σταθμών».

Χρονοβόρα η διαδικασία αδειοδότησης

Μιλώντας στο Business Daily, ο Ηλίας Κακιόπουλος, Γενικός Γραμματέας του Ελληνικού Συνδέσμου Μικρών Υδροηλεκτρικών Έργων (ΕΣΜΥΕ), σημειώνει ότι παρ’ ότι έργα σε μικρά υδροηλεκτρικά υπάρχουν στη χώρα εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, από το 1927, παρατηρείται υστέρηση στην ανάπτυξή τους λόγω των δυσκολιών που παρουσιάζονται στη διαδικασία αδειοδότησής τους.

Λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών τα έργα αυτά αργούν να υλοποιηθούν με αποτέλεσμα να μην έχουν τους ίδιους ρυθμούς διείσδυσης στο ενεργειακό μείγμα που παρουσιάζουν άλλες ΑΠΕ. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε έναν μεσαίο αριθμό παικτών στην αγορά αυτή και παρά τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζουν να απέχουμε παρασάγγας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον κ. Κακιόπουλο, στην Ελλάδα είναι ανεπτυγμένο το 12% της μικρουδροηλεκτρικής ενέργειας ενώ στην Ευρώπη τείνει να πιάσει και το 90%.

Στην Ελλάδα τα έργα αυτά συναντώνται πιο συχνά σε ορεινές περιοχές κυρίως στην Πίνδο, στην Πελοπόννησο και στην Β. Ελλάδα. Όπως σημειώνει ο κ. Κακιόπουλος τα έργα αυτά παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα καθώς παράγουν φθηνότερη ενέργεια, χρειάζονται ελάχιστη συντήρηση ενώ η διάρκεια ζωής τους μπορεί να φθάνει τα 50 έτη και μπορούν να είναι «αόρατα», να μην παρεμβαίνουν δηλαδή στο φυσικό τοπίο.